- οξ(ε)ιδωτής
- ο [οξ(ε)ιδώνω]τεχνολ. κάθε σώμα που προκαλεί οξείδωση και ανάφλεξη τού καύσιμου υλικού («στους κινητήρες τών αεροπλάνων οξειδωτής είναι το οξυγόνο τού αέρα»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οξ(ε)ιδωτικός — ή, ό χημ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οξείδωση 2. αυτός που μπορεί να προκαλέσει οξείδωση 3. φρ. «οξειδωτικό μέσο» χημ. σώμα που έχει την ιδιότητα να οξειδώνει άλλα σώματα ή σώμα ικανό να παρέχει οξυγόνο ή και, γενικότερα, σώμα το οποίο … Dictionary of Greek